- αδαήμων
- α δαήμων: unacquainted with, τινός.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] … Dictionary of Greek
ἀδαήμων — unknowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονα — ἀδαήμων unknowing neut nom/voc/acc pl ἀδαήμων unknowing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαημονέστερος — ἀδαήμων unknowing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαημόνων — ἀδαήμων unknowing gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονας — ἀδαήμων unknowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονες — ἀδαήμων unknowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονι — ἀδαήμων unknowing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαήμονος — ἀδαήμων unknowing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδαής — ές (Α ἀδαής) αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος αρχ. σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ στερητ. + ἐδάην, απρμφ.… … Dictionary of Greek
αδαημονία — ἀδαημονία, η (Α) [ἀδαήμων] άγνοια, απειρία, αδεξιότητα σχετικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης … Dictionary of Greek